σταυροκόπι

σταυροκόπι
το, Ν
βλ.σταυροκόπημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -κόπι — β συνθετικό παρασύνθετων ονομάτων από ρ. σε κοπώ* (πρβλ. ιδρο κόπι < ιδρο κοπώ) ή από ουσ. σε κόπος* ή, σπανίως, σε κοπή (πρβλ. βωλο κόπι < βωλο κόπος, γιδο κόπι < γιδο κοπή). Τα μεταρρηματικά παρ. δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια τού… …   Dictionary of Greek

  • σταυροκόπημα — και σταυροκόπι, το, Ν [σταυροκοπούμαι] το να κάνει κανείς πολλές φορές το σημείο τού σταυρού …   Dictionary of Greek

  • σταυροκόπημα — το και σταυροκόπι, το εκτέλεση του σημείου του σταυρού πολλές φορές: Η γιαγιά μου μόλις δει εικονοστάσι, αρχίζει το σταυροκόπημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”